εκτείνω

εκτείνω
(AM ἐκτείνω)
1. τείνω προς τα έξω, τεντώνω, απλώνω
νεοελλ.
1. επεκτείνω, μεγαλώνω
2. βγαίνω από τα όρια ενός θέματος («εξετάθη σε επουσιώδη»)
3. (η μτχ. παθ. παρακμ. ως επίθ.) εκτεταμένος
αυτός που καταλαμβάνει μεγάλη έκταση («εκτεταμένη πεδιάδα»)
μσν.- νεοελλ.
μέσ. εξαπλώνομαι
μσν.
1. (για ήλιο) στέλνω
2. (για οργή) εντείνομαι
3. (για μάτια) ανοίγω, τεντώνω
αρχ.
1. ξαπλώνω πάνω σε κάτι, ιδίως στη γη
2. παθ. είμαι ξαπλωμένος για ύπνο
3. (για τόπο) είμαι εκτεταμένος
4. απλώνω δίχτυ
5. παρατάσσω τον στρατό κατά μήκος, επεκτείνω τη γραμμή φάλαγγας
6. παθ. γίνομαι λείος
7. (για λόγο) επεκτείνω, επιμηκύνω
8. (αμτβ.) επεκτείνομαι
9. τεντώνω το ιστίο για να επιταχύνω την πλεύση
10. τεντώνοντας το χαλινάρι αναγκάζω άλογο να τρέξει
11. εντείνω ένα πάθος («ἐκτείνω τον θυμόν», Ανδ.)
12. παθ. εκπλήσσομαι
13. γραμμ. τρέπω μια βραχύχρονη συλλαβή σε μακρά.

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Поможем сделать НИР

Look at other dictionaries:

  • ἐκτείνω — stretch out aor subj act 1st sg ἐκτείνω stretch out pres subj act 1st sg ἐκτείνω stretch out pres ind act 1st sg ἐκτείνω stretch out aor ind mid 2nd sg (homeric ionic) κτείνω kill aor ind mid 2nd sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • εκτείνω — έκτεινα και εξέτεινα, εκτάθηκα, εκτεταμένος, μτβ. 1. απλώνω, τεντώνω: Εκτείνω το χέρι μου. 2. ξαπλώνω, απλώνω κάτω: Να εκτείνετε τον ασθενή στο χειρουργικό τραπέζι. 3. επεκτείνω, μεγαλώνω, επιμηκύνω: Εκτείνω τα όρια του κράτους. 4. το μέσ.,… …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • ἐκτείνῃ — ἐκτείνω stretch out aor subj mid 2nd sg ἐκτείνω stretch out aor subj act 3rd sg ἐκτείνω stretch out pres subj mp 2nd sg ἐκτείνω stretch out pres ind mp 2nd sg ἐκτείνω stretch out pres subj act 3rd sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἐκτείνετε — ἐκτείνω stretch out aor subj act 2nd pl (epic) ἐκτείνω stretch out pres imperat act 2nd pl ἐκτείνω stretch out pres ind act 2nd pl ἐκτείνω stretch out imperf ind act 2nd pl (homeric ionic) κτείνω kill imperf ind act 2nd pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἐκτεταμένα — ἐκτείνω stretch out perf part mp neut nom/voc/acc pl ἐκτεταμένᾱ , ἐκτείνω stretch out perf part mp fem nom/voc/acc dual ἐκτεταμένᾱ , ἐκτείνω stretch out perf part mp fem nom/voc sg (doric aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἐκτείνει — ἐκτείνω stretch out aor subj act 3rd sg (epic) ἐκτείνω stretch out pres ind mp 2nd sg ἐκτείνω stretch out pres ind act 3rd sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἐκτείνομεν — ἐκτείνω stretch out aor subj act 1st pl (epic) ἐκτείνω stretch out pres ind act 1st pl ἐκτείνω stretch out imperf ind act 1st pl (homeric ionic) κτείνω kill imperf ind act 1st pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἐκτείνουσι — ἐκτείνω stretch out aor subj act 3rd pl (epic) ἐκτείνω stretch out pres part act masc/neut dat pl (attic epic doric ionic) ἐκτείνω stretch out pres ind act 3rd pl (attic epic doric ionic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἐκτείνουσιν — ἐκτείνω stretch out aor subj act 3rd pl (epic) ἐκτείνω stretch out pres part act masc/neut dat pl (attic epic doric ionic) ἐκτείνω stretch out pres ind act 3rd pl (attic epic doric ionic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἔκτεινε — ἐκτείνω stretch out pres imperat act 2nd sg ἐκτείνω stretch out aor ind act 3rd sg (homeric ionic) ἐκτείνω stretch out imperf ind act 3rd sg (homeric ionic) κτείνω kill aor ind act 3rd sg κτείνω kill imperf ind act 3rd sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”